όζαινα

όζαινα
(Ιατρ.). Χρόνια φλεγμονή του ρινικού βλεννογόνου, που εντοπίζεται κατά προτίμηση στην κάτω ρινική κόγχη· ή ό. χαρακτηρίζεται από παρουσία πρασινωπού εκκρίματος το οποίο γρήγορα μετατρέπεται σε εφελκίδες πάνω σε έναν ατροφικό ρινικό βλεννογόνο. Σε αυτήν τη μορφή χρόνιας ρινίτιδας το βλεννώδες έκκριμα είναι δύσοσμο (μυρίζει όπως οι κοριοί)· η δυσοσμία του αέρα που εκπνέει ο ασθενής είναι τόσο δυνατή, ώστε γίνεται αντιληπτή από μακριά. Η αιτιολογία της ό. δεν είναι γνωστή, αν και αποδίδεται σε μικροβιακή δράση, γι’ αυτό και η θεραπεία της δεν είναι ριζική· τα διάφορα φάρμακα και αντιβιοτικά ελαττώνουν απλώς την έκκριση ή μειώνουν τη δυσοσμία.
* * *
η (Α όζαινα)
ιατρ. μορφή ατροφικής ρινίτιδας που χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύσοσμων εφελκίδων στον βλεννογόνο τής μύτης, ο οποίος είναι ατροφικός και συνοδεύεται από μείωση ή πλήρη κατάργηση τής όσφρησης
αρχ.
θαλάσσιος πολύποδας που αναδίδει πολύ έντονη οσμή, κν. σήμερα μοσχοχτάποδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀζ- τού ὄζω «αναδίδω οσμή» + επίθημα -αινα (πρβλ. φλύκτ-αινα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὄζαινα — a fetid polypus fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όζαινα — η πάθηση του εσωτερικού της μύτης με χαρακτηριστική δυσοσμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀζαίνας — ὀζαίνᾱς , ὄζαινα a fetid polypus fem acc pl ὀζαίνᾱς , ὄζαινα a fetid polypus fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀζαινῶν — ὄζαινα a fetid polypus fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀζαίναις — ὄζαινα a fetid polypus fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀζαίνης — ὄζαινα a fetid polypus fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄζαιναι — ὄζαινα a fetid polypus fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οζαινικός — ή, ό (Α ὀζαινικός, ή, όν) [όζαινα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όζαινα 2. αυτός που πάσχει από όζαινα …   Dictionary of Greek

  • ozena — ozena. (Del lat. ozaena, y este del gr. ὄζαινα, hedor). f. Med. ocena …   Enciclopedia Universal

  • βολίταινα — βολίταινα, η (Α) [βόλιτον, ος] είδος μικρού πολύποδα με δυνατή οσμή, όζαινα, βρομοχτάποδο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”